Της Μαργαρίτας Μαντά (σκηνοθέτις)

Στον Μιχάλη και στη Μυρτώ, που είναι σήμερα έξι και ενός έτους


Ονειρεύομαι μια χώρα που οι πολιτικοί θα κυβερνούν πολίτες και όχι πελάτες ψήφων.

Που οι πολίτες θα είναι πολίτες και όχι συναλλασσόμενοι υπήκοοι.

Που ο Πολιτισμός θα είναι καθημερινό βίωμα και όχι αραχνιασμένη έννοια σε συρτάρια γραφειοκρατών.

Μια χώρα που θα έχει σχολεία τα οποία θα δίνουν Παιδεία και όχι διαβατήριο για πρόσληψη στο Δημόσιο.

Που δεν θα καίγονται τα δάση για να γίνουν βίλες. Που δεν θα χτίζονται οι θάλασσες για να γίνουν rent rooms.

Που δεν θα κλείνουν τα σινεμά και τα θέατρα για να γίνουν super markets.

Που η αστυνομία δεν θα σκοτώνει παιδιά και δεν θα φυλακίζει αθώους.

Που τα δικαστήρια δεν θα αθωώνουν θύτες επειδή είναι Ελληνες και δεν θα καταδικάζουν θύματα επειδή δεν είναι Ελληνες.

Μια χώρα που όλοι οι πολίτες της θα έχουν έμπρακτα τα ίδια δικαιώματα στη ζωή, την ευημερία, την Παιδεία, την Υγεία και τη χαρά.

Μια χώρα που δεν θα πουλάει την Ακρόπολη τυλιγμένη σε σουβλάκι.

Με πολίτες που δεν θα λένε ο ένας στον άλλον «ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;»

Που δεν θα κλέβουν το μέλλον των παιδιών τους. Που δεν θα παρακολουθούν τον κόσμο να αλλάζει από την τηλεόραση και δεν θα ψηφίζουν σαν πρόβατα όποιον τους τάξει καλύτερα την ατομική τους βολή.

Ονειρεύομαι μια χώρα που θα σταματήσει να λέει ψέματα στον εαυτό της.

Που θα διαβάσει ξανά τα λόγια των ποιητών της, θα αναπνεύσει ξανά το αεράκι της θάλασσάς της, θα συναισθανθεί ξανά την ιερότητα του τοπίου και της ιστορίας της.

Ονειρεύομαι μια χώρα που θα παράξει -επιτέλους- Πολιτισμό. Και Παιδεία. Οχι σαν θέαμα. Οχι σαν τουριστική ατραξιόν. Ως πολιτική και κοινωνική συνθήκη.

Ονειρεύομαι μια χώρα που θα δώσει ξανά στα παιδιά και στους νέους της τη δυνατότητα να ελπίζουν. Να πιστεύουν σε κάτι. Να προχωράνε μπροστά και να αλλάζουν τον κόσμο.

Ονειρεύομαι μια χώρα που θα δώσει ξανά στα παιδιά και στους νέους το δικαίωμα και τη δυνατότητα να ονειρεύονται.

ΥΓ.: Παρέδωσα αυτό το κείμενο στην «Ελευθεροτυπία» στις 30 Απριλίου 2010. Πέντε μέρες πριν από τους καινούργιους νεκρούς. Τους τρεις νεκρούς της Marfin αυτή τη φορά. Δεν ξέρω σε ποια «επανάσταση» πιστεύουν οι «επαναστάτες» που πετάνε μολότοφ μέσα σε κτίρια γεμάτα κόσμο και καίνε ζωντανούς αθώους ανθρώπους. Δεν ξέρω αν είναι προβοκάτορες ή ψυχασθενείς χούλιγκαν. Ξέρω μόνο πως είναι εξίσου εγκληματίες με τους πολιτικούς που μας κλέβουν και μας ταπεινώνουν, με τους αστυνομικούς που σκοτώνουν εν ψυχρώ πολίτες, με τους τραπεζίτες που κερδοσκοπούν στην πλάτη ενός ολόκληρου λαού.

Τα άτομα αυτά -λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να τους αποκαλέσω «ανθρώπους»- είναι συνένοχοι όλων των παραπάνω εναντίον των οποίων υποτίθεται πως βάλλουν.

Η οργή μας δεν μπορεί πλέον να παραμένει βουβή. Οφείλουμε όλοι να λειτουργήσουμε ενεργά ως πολίτες. Να ξεσκεπάσουμε και να απομονώσουμε όλους αυτούς τους εγκληματίες και την εξουσία που τους συντηρεί.

Κανένας θρασύδειλος πολιτικός, κανένας θρασύδειλος «επαναστάτης - δολοφόνος» δεν θα βάλει ποτέ κανένα μαχαίρι, σε κανένα κόκαλο.

Μόνον εμείς, οι πολίτες, μπορούμε και πρέπει, επιτέλους, να το βάλουμε.

Αθήνα, 6 Μαΐου 2010


http://www.enet.gr

date Παρασκευή 7 Μαΐου 2010

2 χωριατάκια to “Ονειρεύομαι μια χώρα...”

  1. Rejected
    7 Μαΐου 2010 στις 8:14 μ.μ.

    Ύμνος εις την Ελευθερία


    Εκεί μέσα εκατοικούσες
    πικραμένη, εντροπαλή,
    κι ένα στόμα ακαρτερούσες,
    «έλα πάλι», να σου πεί

    'Αργειε νάλθει εκείνη η μέρα,
    κι ήταν όλα σιωπηλά,
    γιατί τά 'σκιαζε η φοβέρα
    και τα πλάκωνε η σκλαβιά.

    Δυστυχής! Παρηγορία
    μόνη σού έμενε να λές
    περασμένα μεγαλεία
    και διηγώντας τα να κλαις.

    Και ακαρτέρει και ακαρτέρει
    φιλελεύθερη λαλιά,
    ένα εκτύπαε τ' άλλο χέρι
    από την απελπισιά,

    Κι έλεες: «Πότε, α, πότε βγάνω
    το κεφάλι από τσ' ερμιές;».
    Και αποκρίνοντο από πάνω
    κλάψες, άλυσες, φωνές.

    Τότε εσήκωνες το βλέμμα
    μες στα κλάιματα θολό,
    και εις το ρούχο σου έσταζ' αίμα,
    πλήθος αίμα ελληνικό.

    Με τα ρούχα αιματωμένα
    ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
    να γυρεύεις εις τα ξένα
    άλλα χέρια δυνατά.

    Μοναχή το δρόμο επήρες,
    εξανάλθες μοναχή·
    δεν είν' εύκολες οι θύρες
    εάν η χρεία τες κουρταλεί.

    'Αλλος σου έκλαψε εις τα στήθια,
    αλλ' ανάσαση καμμιά·
    άλλος σου έταξε βοήθεια
    και σε γέλασε φρικτά.

    ΄Αλλοι, οϊμέ, στη συμφορά σου
    οπού εχαίροντο πολύ,
    «σύρε νά 'βρεις τα παιδιά σου,
    σύρε», έλεγαν οι σκληροί.

  1. LAKIS GALIOURIS.
    8 Μαΐου 2010 στις 11:13 π.μ.

    APISTEFTOS DIALOGOS, AMAMESA SE VOLEFTH KAI DHMOSIOGRAFO THS ERT 3.

    http://www.zougla.gr/page.ashx?pid=2&aid=132463&cid=6

Leave a Reply:

AddThis

Bookmark and Share